- τυραννοκτόνος
- ο, η, ΝΜΑ1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.)2. φονέας τυράννου3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοιοι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-κτόνος].
Dictionary of Greek. 2013.